- καρικώνω
- καρίκωσα, καρικώθηκα, καρικωμένος (λ. ιταλ.), μαντάρω: Θέλω να μου καρικώσεις τις κάλτσες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρικώνω — καρικώνω, καρίκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρικώνω — 1. επιδιορθώνω φθαρμένα μέρη τού υφάσματος, μαντάρω 2. ράβω σταυροειδώς το άκρο υφάσματος για συγκράτηση τών κλωστών τής παρυφής για να μην ξεφτίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carico «φόρτωμα» + κατάλ. ώνω] … Dictionary of Greek
ακαρίκωτος — η, ο [καρικώνω] αυτός που δεν έχει καρικωθεί, (για ύφασμα ή ρούχο) που δεν τού έχουν ράψει τις άκρες για να μην ξεφτάει … Dictionary of Greek
καρίκωμα — το [καρικώνω] μαντάρισμα*, επιδιόρθωση φθαρμένου σημείου τού υφάσματος … Dictionary of Greek
ορουντίζω — και ρουντίζω ράβω σχισμένο ύφασμα με τρόπο που να μη φαίνεται το σχίσιμο, καρικώνω, μαντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. orudum τού τουρκικού ρήματος orumek] … Dictionary of Greek
μαντάρω — και μανταρίζω (λ. ιταλ.), μάνταρα και μαντάρισα, μανταρίστηκα, μανταρισμένος, επιδιορθώνω με κλωστή φθαρμένο ρούχο, καρικώνω: Η μητέρα μάνταρε το σκισμένο παντελόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)